- τσινιά
- ηκλοτσιά, δυνατό χτύπημα με τα πόδια, λάκτισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσινιά — και τζινιά, η, Ν κλοτσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσινώ / τζινώ + κατάλ. ιά (πρβλ. τσιμπ ιά)] … Dictionary of Greek
τζινιά — η, Ν βλ. τσινιά … Dictionary of Greek
τσινιάρης — ο, θηλ. τσινιάρα, Ν 1. (για υποζύγιο) αυτός που κλοτσάει με το παραμικρό 2. μτφ. (για πρόσ.) ευέξαπτος, ευερέθιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσινιά + κατάλ. ιάρης (πρβλ. γκριν ιάρης)] … Dictionary of Greek